κουβικουλάριος

κουβικουλάριος
ο (ΑM κουβικ[ου]λάριος)
(αυλικός τίτλος στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) αξιωματούχος επιφορτισμένος με τη φρούρηση και τακτοποίηση τών κοιτώνων τών βασιλέων ή άλλων αρχόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubicularius (< cubiculum «δωμάτιο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Byzantine aristocracy and bureaucracy — The Byzantine Empire had a complex system of aristocracy and bureaucracy, which was inherited from the Roman Empire. At the apex of the pyramid stood the Emperor, sole ruler and divinely ordained, but beneath him a multitude of officials and… …   Wikipedia

  • Cubicularius — Cubicularius, Hellenized as koubikoularios (Greek: κουβικουλάριος), was a title used for the eunuch chamberlains of the imperial palace in the later Roman Empire and in the Byzantine Empire. The feminine version, used for the ladies in waiting of …   Wikipedia

  • CANICLEUS seu CANICLINUS — CANICLEUS, seu CANICLINUS κανικλεῖον, palatium alterum Constantinopoli, arce et monasteriô insigne, a cuius praefectura, apud Auctores Orientales omnium honoratissima, et quâ Codinus socerum donat Imperatoris, Caniclinus dicitur. Hunc Cancellario …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελευθέριος — Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και… …   Dictionary of Greek

  • επικοιτωνίτης — ἐπικοιτωνίτης, ὁ (Α) τιτλούχος τής αυλής στο Βυζάντιο, αρμόδιος για τον κοιτώνα τού αυτοκράτορα, ο παρακοιμώμενος ευνούχος (κατά μετφρ. από το λατ. cubicularius, κουβικουλάριος) …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • σπαθαροκουβικουλάριος — ο, ΝΜ (στο Βυζ.) συν. στον πληθ. οι σπαθαροκουβικουλάριοι ευνούχοι που έφεραν τον τίτλο τού σπαθαρίου και υπηρετούσαν στα διαμερίσματα τού παλατιού, όπου βρίσκονταν οι κοιτώνες τών αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθάριος «τιμητικός τίτλος» +… …   Dictionary of Greek

  • ЕЛЕВФЕРИЙ КУВИКУЛАРИЙ — [греч. ᾿Ελευθέριος κουβικουλάριος] († нач. IV в.), мч. Византийский (пам. 4 авг., 15 дек.). Согласно Мученичеству, Е. К. был родом из г. Византия (впосл. К поль), служил постельничим (кувикуларием) при рим. имп. Максимиане, занимая видное… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”